- διαρρήκτης
- ο1. αυτός που κάνει διάρρηξη2. αυτός που παραβιάζει κλειδαριές για να κλέψει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαρρήκτης — ο αυτός που παραβιάζει βίαια χώρο, για να κλέψει: Συνέλαβαν τους διαρρήκτες την ώρα της κλοπής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαρρήκτας — διαρρήκτᾱς , διαρρήκτης plotter masc acc pl διαρρήκτᾱς , διαρρήκτης plotter masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επανοίκτης — ἐπανοίκτης και ἐπανοίκτωρ, ο (Μ) αυτός που ανοίγει βιαίως κάτι, ο διαρρήκτης … Dictionary of Greek
κλεπτοσπίτης — κλεπτοσπίτης, ὁ (Μ) κλέφτης, διαρρήκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπτω + σπίτης (< σπίτι), πρβλ. ερημο σπίτης, χαλασοσπίτης] … Dictionary of Greek
παρασχιστής — και παρασχίστης, ὁ, Α [παρασχίζω] 1. αυτός που σχίζει από τα πλάγια ή κατά μήκος τα σώματα για να τά ταριχεύσει 2. ο ακρωτηριαστής 3. διαρρήκτης, κλέφτης που κάνει διάρρηξη θύρας … Dictionary of Greek
ροκάνας — ο, Ν [ροκάνι] επιδέξιος διαρρήκτης … Dictionary of Greek
τοιχωρύχος — ο, ΝΑ 1. αυτός που εισέρχεται παράνομα σε ένα κτήριο διατρυπώντας τους τοίχους 2. συνεκδ. διαρρήκτης, λωποδύτης αρχ. ως επίθ. (για πράγμ.) άθλιος, ελεεινός («τοιχωρύχον λαγύνιον», Δίφιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + ωρύχος (< ὀρύσσω «σκάβω»), πρβλ … Dictionary of Greek
Μάνσφιλντ, Τζέιν — (Jayne Mansfield, Πενσιλβάνια 1933 – Νέα Ορλεάνη 1967). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Αμερικανίδας ηθοποιού Βέρα Τζέιν Πάλμερ (Vera Jayne Palmer). Ήταν κόρη ενός δικηγόρου ο οποίος πέθανε όταν εκείνη ήταν 6 χρόνων και στη συνέχεια η μητέρα της… … Dictionary of Greek
θίγω — έθιξα, θίχτηκα, θιγμένος 1. εγγίζω, βάζω χέρι κάπου: Ο διαρρήκτης δεν έθιξε τα κοσμήματα. 2. προσεγγίζω, πλησιάζω: Αυτό θίγει τα όρια της βλακείας. 3. γεύομαι, δοκιμάζω: Ο άρρωστος δεν έθιξε τίποτε από όσα του έφεραν να φάει. 4. προσβάλλω: Τι του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλοξενώ — φιλοξένησα, φιλοξενήθηκα, φιλοξενημένος, μτβ. 1. περιποιούμαι ξένους και μάλιστα σπίτι μου, φιλεύω. 2. προσφέρω σε κάποιον άσυλο, καταφύγιο, τόπο διαμονής δωρεάν: Στην Κατοχή οι Έλληνες φιλοξενούσαν Άγγλους. 3. κρατώ έγκλειστο σε κρατητήριο ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)